καραδοκία

καραδοκία
καραδοκία, ἡ (Α) [καραδοκώ]
η αναμονή για μεγάλο διάστημα ενός γεγονότος, μιας περίστασης ή ευκαιρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καραδοκία — καραδοκίᾱ , καραδοκία eager expectation fem nom/voc/acc dual καραδοκίᾱ , καραδοκία eager expectation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραδοκίᾳ — καραδοκίᾱͅ , καραδοκία eager expectation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραδόκια βαθμίδα — Η πιο νέα από τις πέντε βαθμίδες (ηλικίες), στις οποίες υποδιαιρείται η κατώτερη σιλούρια ή ορδοβίσια υποδιάπλαση (υποπερίοδος) του παλαιοζωικού αιώνα της Γης. Έλαβε την ονομασία της από την περιοχή Caradoc του Σρόπσαϊρ της Αγγλίας.… …   Dictionary of Greek

  • καραδοκίας — καραδοκίᾱς , καραδοκία eager expectation fem acc pl καραδοκίᾱς , καραδοκία eager expectation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραδοκίαν — καραδοκίᾱν , καραδοκία eager expectation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καραδόκιος — α, ο γεωλ. 1. αυτός που ανήκει, υπάγεται ή αναφέρεται στο καραδόκιο («καραδόκια πετρώματα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καραδόκιο γεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τής ορδοβίσιας περιόδου, τα οποία υπέρκεινται τού λανδεΐλου και υπόκεινται τού ασγιλίου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”